- μελαγκορυφίζω
- μελαγ-κορῠφίζω,A pipe like the μελαγκόρυφος, Hero Spir.2.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελαγκορυφίζω — (Α) [μελαγκόρυφος] κελαηδώ όπως το πτηνό μελαγκόρυφος* … Dictionary of Greek
μελαγκορυφίζον — μελαγκορυφίζω pipe like the pres part act masc voc sg μελαγκορυφίζω pipe like the pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)